15/1/13

‘Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες στο κέντρο και τις συνοικίες…’



Μ αρέσει να περπατάω στο τρίγωνο Πλ.Βάθη - Ομόνοια- Μοναστηράκι . Όχι όλες τις ώρες ...όχι! μόνο το απόγευμα και τα χαράματα…στο λυκόφως της εναλλαγής της μέρας με τη νύχτα.
Απόγευμα …να βλέπω στους δρόμους που αδειάζουν (όταν κλείνουν τα μικρομάγαζα και οι βιοτεχνίες) να πέφτουν ανταύγειες από το ηλιοβασίλεμα στους άδειους δρόμους που γύρω τους αντηχούν οι απόηχοι της μέρας που τελειώνει με το άγχος να προλάβεις το λεωφορείο για την επιστροφή στο σπίτι .
Στο φευγιό της καθημερινότητας σιγά-σιγά σαλεύουν στο λυκόφως ίσκιοι ανάμεσα στα χαρτόνια συσκευασίας, τη σκόνη και τα σκουπίδια της μέρας που πέρασε …άνθρωποι , σύμβολα και αναμνήσεις…
Στέκομαι με δέος στο φανάρι -φάτσα κάρτα στην πλατεία- να κοιτάξω κείνο το μνημείο που βεβήλωσε η εξέλιξη κι ο χρόνος, μα μένει πάντα σαν εικόνα στα μάτια μου…με ανοιχτά τα ξύλινα παραθύρια το πρωί –να αεριστούν τα δωμάτια από τα πατσουλιά, τον ίδρωτα των κορμιών και την ταγγάδα του τσιγάρου- να αντανακλά στους τεράστιους
καθρέφτες με το ξύλινο σκαλιστό πλαίσιο το ανακατωμένο κρεβάτι…και σκοτεινό τη νύχτα με μόνο σημάδι την φωτισμένη είσοδο και την ξύλινη σκάλα για τη ρεσεψιόν που ανέβαιναν τσαχπίνικα και αργά το βράδυ κουρασμένα σέρνοντας ξοπίσω πάντα τη λεία τους …οι γυναίκες αράχνες του Ξενοδοχείου Λωζάνη.
Αναπολώ... το φίλο Ζακυνθινό το μπαρμπέρη στο κουρείο της Βάθη απέναντι από το μπορντέλο στο ετοιμόρροπο σπίτι-κει στο δρόμο που βγάζει στο Εθνικό λίγο πριν το σκυλάδικο και τ’ αδιέξοδο που ήταν το χαμάμ-...αρμένικο κούρεμα Σάββατο απ’ το πρωί να καθόμαστε με τον Θ. μαζί του πίνοντας καφέ με τις ώρες ως να κάνουμε το έρμο το κούρεμα, στήνοντας τσιφορικά παραμύθια και παιχνίδια στους μερακλήδες και πιο πολύ στους ταλαίπωρους μπουχτισμένους νοικοκυραίους που ερχόντουσαν για ξούρα πριν πάνε απέναντι στα κορίτσια (‘με τις υγείες σου χρυσέ μου’ να ξεπροβοδίζει τραγουδιστά ο Ζακυνθινός και μεις να κρατιόμαστε να μη λυθούμε στα γέλια ), και στους περίεργους ‘’σκοτεινούς’’ που έρχονταν για σενιάρισμα αργά πριν βγουν στη γύρα .
Στη Σωκράτους πάντα στεκόμουν –όσο υπήρχε- με δέος στο ξενοδοχείο μετά το κτίριο του πρατηρίου του Συλλόγου της Εμπορικής (πηγαίνοντας προς την αγορά στα δεξιά πριν βγεις στη Σοφοκλέους) να αναπολώ τα κορίτσια που ‘βλεπα πιτσιρικάς να κάνουν πιάτσα μέρα μεσημέρι καπνίζοντας μόρτικα το τσιγάρο τους και ψαρεύοντας τους περαστικούς νοικοκυραίους που τριγύριζαν για ψώνια στην αγορά.
Γελάω τώρα πάντα σα θυμάμαι που με πείραζαν πιτσιρικάκι …περιμένοντας απέναντι και προσέχοντας τις σακούλες με τα ψώνια ως να τελειώσει στο μαγαζί το λογαριασμό ο πατέρας μου…η κλασσική ατάκα ήταν ‘’Αγοράκι έλα δω που θέλω κάτι να σου πω…’’ μ΄ έτρωγε η περιέργεια να πάω, τα χυμώδη κάλη που διαφημιζόντουσαν μπροστά μου, η σκερτσόζικη πρόσκληση και το φύσημα του καπνού από το σέρτικο ήταν σαν το φως που μαγνητίζει μες τη νύχτα, μα το μόνο που κατάφερνα ήταν το γέλιο τους με τα γουρλωμένα μάτια μου να τις κοιτάνε λοξά καθώς έστρεφα το κοκκινισμένο πρόσωπό μου αλλού…τάχατες αδιάφορα… στο καταφύγιο της εικόνας του πατέρα μου που έσκαγε κι αυτός στα γέλια όταν έβλεπε ζωγραφισμένη στην φάτσα μου την απορία ‘’τώρα τι να κάνω…;’’
Μ αρέσει αυτή η περιοχή ... ακόμα και τώρα που στα μάγουλα πετάνε κι άσπρες τρίχες …κάτι με διεγείρει όπως τότε ...!
Είναι σα να ανοίγεις ένα κουτί με παλιά μπαχάρια…θες τα μικρομάγαζα με τα ‘Εδώδιμα-Αποικιακά’, η έντονη μυρωδιά από το φτηνό γυναικείο άρωμα , οι τοίχοι που πότισαν απ΄ τα τσιγάρα, τον ιδρώτα και τους ήχους μιας ζωής-μιας πόλης…η λαχτάρες που γεννάνε οι πλουμιστές προθήκες στα μαγαζιά με κάθε είδους γυαλιστερά αντικείμενα…η σκόνη που κάθεται αληθινή στους δρόμους διεκδικώντας την δική της ύπαρξη μακριά από την καθαρότητα του καθώς-πρέπει lifestyle;… μυρωδιά από πολυκαιρία ,φαγητά, ανάκατη με μπαχάρια και μυρωδιά κολλαρισμένου υφάσματος για γυναικείο ρούχο;

Όλοι οι φίλοι και γνωστοί του πατέρα μου ήταν βιοτέχνες έμποροι ρούχων στην περιοχή...μικρά μαγαζάκια, χωτά σε τυφλές πολυκατοικίες και στενά δρομάκια ...το Χρηματιστήριο της προ Σοφοκλέους Αθήνας! Καρμίρικα βρώμικα γραφεία με κατάστιχα που παίζανε ποσά τρελά από σοβαρούς μετρημένους παππούδες, και κλείνανε δουλειές και γκομενιλίκια ανάμεσα σε μια γκαζόζα και ένα ουζάκι με σαρδέλλα και ελιά ή σαλαμάκι αέρος στο κομματάκι ψωμί ,πάντα από το καφενεδάκι στον ημιόροφο
του κτιρίου…(κάτι σαν τα σημερινά καναπεδάκια στυλ ‘δια χειρός Βαράγκη’ με μους σολομό και σαλάτα με ρόκα, κατσικίσιο τυρί και σάλτσα βινεγκρέτ με μέλι σε ντιζαϊνάτο café…γίναμε Ευρώπη ρε πούστη μου να πούμε!σορρυ ξέχασα τρώμε και pasta με λάδι τρούφας –aka ζυμαρικό να στουμπώσουμε)
Δε θα κρύψω ότι η καλύτερή μου ήταν στις βιοτεχνίες γυναικείων ρούχων ...η μυρωδιά του ραμμένου υφάσματος με την κόλλα ποτισμένη από τον ιδρώτα της σκυμμένης στη μηχανή ράφτρας κάτω από τον ασθενικό ανεμιστήρα ... καθόμουν σε μια γωνιά και τις χάζευα να κάνουν τις πλάκες τους χωρίς αντρική παρουσία και να δοκιμάζουν τα ρούχα και τα εσώρουχα που έραβαν (σιγά μη χαμπάριαζαν ένα 9χρονο-10χρονο που χάζευε)
Όσο κι αν μεγάλωσα κι αν άλλαξε ο τρόπος ζωής ακόμα ψωνίζω από κει ..ειδικά σε όσα μαγαζιά παλιά έχουν απομείνει κι ακόμα νιώθω την ίδια ανατριχίλα όταν η γυναίκα που συνοδεύω στα ψώνια της βγαίνει από το δοκιμαστήριο και νιώθω στα ρουθούνια μου την ηδονή από τη μυρωδιά του κορμιού της ανακατεμένη με το κολλαρισμένο ύφασμα ...
Να ‘ναι παιδικά απωθημένα, γεροντικός ρομαντισμός που μου λείπουν τα πρατήρια των κηροπλαστείων, βιοτεχνιών, οι αποθήκες ψιλικών κι αντί αυτά σε λίγο θα βλέπουμε στου Ψυρρή και στις γύρω περιοχές τσολιαδάκια made in Taiwan και κράχτες μαγαζιών τύπου τσέλιγκας στη βάρη …οι πλακιώτες ήταν τουλάχιστο γραφικοί…!
Φταίει το άτιμο το λυκόφως …πλέκει ιστορίες με τις σκιές του, δυσδιάκριτες ως είναι σαν εικόνες τις παίρνεις για ότι η φαντασία σου προβάλλει πλάνη.
Πρέπει να χωθείς στα μισοσκότεινα στενά, μετά από ναργιλέ χαράματα στην πλατεία των Αγ. Αναργύρων, αφού χαζέψεις -αργοπίνοντας το ποτό σου- τις ματαιόδοξες απόπειρες του Έλληνα μικροαστού να πλανευτεί από τη ντόλτσε βίτα (τύπου Ζαγοραίος σε remix Φοίβου-Καρβέλα…).
Να δεις την αλήθεια και την ομορφιά στην παρακμή των τοίχων, να τους αγγίξεις και να λερώσεις χέρια , να βρωμίσεις τα παπούτσια …
και ξαφνικά να σου φανούν το σινιέ πουκάμισσο, οι δερμάτινες οι τσάντες , τα γυαλισμένα παπούτσια , τα αλφαδιασμένα παντελόνια ,οι μπέμπες, τα εσγιουβι και τα σμαρτάκια το image όλο ...σα τα τενεκεδένια ψευτο-παίχνιδα που έβλεπα πιτσιρικάς στις βιτρίνες στα στενά της Αθηνάς .
Μ άρεσε που οι τότε –θυμάμαι- οι μαγαζάτορες πάντα καλημερίζονταν με τις πουτάνες και που καμιά χειραψία δεν ήταν ''χαλαρή'' ...


ένα απρόοπτο κείμενο που γεννήθηκε σε μια αναπάντεχη βόλτα-κοπάνα-μετά συγκαταθέσεως της διεύθυνσης, επιστρέφοντας στο γραφείο ένα απόγευμα του 2006 αν θυμάμαι καλά ...μπορεί και αργότερα ..τέλως πάντων δεν έχει σημασία ...ο χρόνος πάντα είναι προσεγγίσιμος βιωματικά!

Δεν υπάρχουν σχόλια: