κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω σα τη Μαρία Ιορδανίδου, σε μια σκηνή που περιγράφει όταν ήρθε με την οικογένειά της στην Ελλάδα και στα χαλάσματα της προσφυγιάς πάλευε να χτίσει με τα απομεινάρια της ζωής που έφυγε πίσω από τις ράγες του τρένου, το αυλάκι της προπέλας του καραβιού ή της σκόνης που αφήνουν οι ρόδες πίσω καθώς τρέχει το αυτοκίνητο στη λεωφόρο. Μου θυμίζουν τούτες οι ώρες μια σκηνή που περιέγραφε ενώ ανηφόριζε προς το Βύρωνα, βουνό τότε και κάθησε απέναντι από μια οικοδομή σε μια πέτρα του χωματόδρομου για ν ξαποστάσει. Άναψε τσιγάρο και σκεφτόταν τα όσα πέρασαν, τα όσα έφτασαν και εκείνα που 'ναι να 'ρθουν, ενώ χάζευε τους χτιστάδες που την σχολίαζαν κι την κουτσομπολεύαν. Σαν αποσυλογίστηκε πήρε την απόφαση...η ανηφόρα ήταν μπροστά ...πέταξε το αποτσίγαρο, φώναξε "άντε γειά σας παιδιά" - τους ξάφνιασε...την καρατάρανε για ξένη- κι άρχισε να ανεβαίνει .
Κάπως έτσι νιώθω , πετάω το τσιγάρο, και μην έχοντας άλλη λύση περπατάω να ανέβω τον ανηφορικό χωματόδρομο .
Άιντε μάτια μου γλυκά...
Κάπως έτσι νιώθω , πετάω το τσιγάρο, και μην έχοντας άλλη λύση περπατάω να ανέβω τον ανηφορικό χωματόδρομο .
Άιντε μάτια μου γλυκά...